- θαλασσοπόρος
- οαυτός που κάνει θαλασσοπορίες: Ο θαλασσοπόρος Βάσκο ντα Γκάμα ανακάλυψε το δρόμο προς τις Ινδίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θαλασσοπόρος — sea faring masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοπόρος — ο (Α θαλασσοπόρος) αυτός που πλέει διά μέσου τής θάλασσας, ο ποντοπόρος νεοελλ. αυτός που πλέει σε άγνωστες θάλασσες (ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο Βάσκου δα Γκάμα κ.ά.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πορος (< πόρος), πρβλ. οδοι πόρος, πρωτο πόρος] … Dictionary of Greek
Ερρίκος ο θαλασσοπόρος — (Henrique Navegabor, Πόρτο 1394 – Σάγκρες 1460). Ινφάντης της Πορτογαλίας. Γιος του βασιλιά Ιωάννη A’, ήταν ο εμψυχωτής των μεγάλων γεωγραφικών εξερευνήσεων που επιχείρησαν οι Πορτογάλοι τον 15o αι. Σε ηλικία 21 ετών είχε λάβει μέρος σε μια… … Dictionary of Greek
θαλασσοπόρον — θαλασσοπόρος sea faring masc/fem acc sg θαλασσοπόρος sea faring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοπόροιο — θαλασσοπόρος sea faring masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοπόροισι — θαλασσοπόρος sea faring masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοπόροισιν — θαλασσοπόρος sea faring masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοπόρους — θαλασσοπόρος sea faring masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοπόρων — θαλασσοπόρος sea faring masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοπόρῳ — θαλασσοπόρος sea faring masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)